- ύπαρ
- και αιολ. τ. ἴπαρ, -αρος, τὸ, Α(συν. άκλ.)1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ' ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.)2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσηςβ) πράγματι, όντως, αληθινά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η χρησιμοποίηση τής λ. ὕπαρ κατ' αντιδιαστολή προς τη λ. ὄναρ «ὄνειρο, απατηλό όνειρο» στους ομηρ. στ. οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἐσθλόν (Οδ. τ, 547) και ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ὄναρ ἔμμεναι, ἀλλ' ὕπαρ ἤδη (Οδ. υ, 90) οδήγησε ορισμένους μελετητές στην αποδοχή μιας αρχικής σημ. για τη λ. «όνειρο προφητικό» και στη σύνδεση της με τη λ. ὕπνος* (με εναλλαγή r/n στο επίθημα, πρβλ. χεττιτ. šuppar-iya- «κοιμάμαι», λατ. sopor «βαθύς ύπνος»). Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η σημασιολογική διαφορά τών τ. ὕπαρ και ὕπνος, η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. ἐνύπνιον «όνειρο»: ὕπνος, λατ. somnium «όνειρο»: in-somnis «άυπνος», ρωσ. son με διπλή σημ. «ύπνος» και «όνειρο», αγγλοσαξ. swefn «όνειρο». Στην Ελληνική η λ. ὕπαρ, από την αρχική σημ. «προφητικό όνειρο, όνειρο που βγαίνει αληθινό, που επαληθεύεται», πέρασε στη σημ. «οπτασία που βλέπει κανείς σε κατάσταση εγρήγορσης, όραμα» και στη συνέχεια «πραγματικότητα, αλήθεια» (πρβλ. και την επιρρμ. χρήση τού τ. με σημ. «πράγματι»), ενώ για τη δήλωση τού ονείρου επικράτησε η λ. ὄναρ. Η σχέση και ο παραλληλισμός τών δύο αυτών τ. ὄναρ και ὕπαρ δικαιολογούν την παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία η λ. ὕπαρ έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπό, κατά το ὄν-αρ (πρβλ. και την παρετυμολογική σύνδεση τής λ. ὄναρ με την πρόθεση ἀνά, βλ. λ. όναρ)].
Dictionary of Greek. 2013.